αθάμπωτος

αθάμπωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει θαμπωθεί, δεν έχει εκπλαγεί: Κανείς δεν έμεινε αθάμπωτος μπροστά στην ομορφιά της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθάμπωτος — η, ο [θαμπώνω] 1. αυτός που δεν αμαυρώθηκε, καθαρός, ακηλίδωτος, διαυγής 2. που δεν θαμπώθηκε, δεν ένιωσε έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι 3. που δεν έχασε τη λαμπρότητά του ή τη δόξα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”